αγάνωτος

αγάνωτος
η , ο
1) нелужёный; 2) нахальный, наглый;

§ μούτρο αγάνωτο — нахальная рожа


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγάνωτος" в других словарях:

  • αγάνωτος — η, ο (Α ἀγάνωτος, ον) [γανώνω] (για σκεύη χάλκινα και γενικά μεταλλικά) αυτός που δεν επαλείφθηκε με κασσίτερο, ο μη γανωμένος, ακασσιτέρωτος (νεοελλ. φρ.) «μούτρα αγάνωτα», δηλ. άνθρωπος αναιδής, ξετσίπωτος «τενεκές αγάνωτος», για τον αγροίκο… …   Dictionary of Greek

  • αγάνωτος — η, ο 1.(για μαγειρικά σκεύη), εκείνος που δε γανώθηκε, δεν κασσιτερώθηκε: Ο μεγάλος μπακιρένιος τέντζερης είχε μείνει αγάνωτος. 2. αδιάντροπος: Αυτός είχε μούτρα αγάνωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγάνωτον — ἀγάνωτος not enamelled masc/fem acc sg ἀγάνωτος not enamelled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανώτῳ — ἀγάνωτος not enamelled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακασσιτέρωτος — η, ο [κασσιτερώνω] αυτός που δεν έχει κασσιτερωθεί, ο αγάνωτος …   Dictionary of Greek

  • ακασσιτέρωτος — η, ο αγάνωτος: Τα χαλκώματά μας είναι ακασσιτέρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»